ἀδιάξεστος
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
English (LSJ)
ον, unpolished, Gal.UP11.13.
Spanish (DGE)
-ον no pulido Gal.3.897.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάξεστος: -ον, ὁ μὴ ἐξεσμένος, ἐστιλβωμένος, ἄξεστος, Γαλην. 4. σ. 574.