ἀπόκρατος
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
ον, without strength, exhausted, Ph.1.209.
Spanish (DGE)
-ον
exhausto, debilitado de pers. ὅταν δὲ ἀ. γένηται καὶ ... τελευτήσῃ Ph.1.209.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκρατος: ὁ ἄνευ ἰσχύος, ἐξηντλημένος, Φίλων 1. 209.