rampant
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Wanton: P. ὑβριστικός, V. κριθῶν, ὑβριστής (used adjectivally). Excessive: P. ὑπέρμετρος. Be rampant, prevail, v.: P. and V. κρατεῖν; see prevail.