κερδογαμώ

From LSJ
Revision as of 09:07, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465

Greek Monolingual

κερδογαμῶ, -έω (Α)
παντρεύομαι για να αποκομίσω κέρδος («λευκώλενον λίνον κερδογαμεῖς
ἐπὶ τῶν αἰσχρὰς ἐπὶ κέρδει γαμούντων» — παροιμ. για όσους παντρεύονται άσχημες γυναίκες με σκοπό το κέρδος, Διογενιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κερδόγαμος < κέρδος + γαμώ «νυμφεύομαι»].