ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off
δευτερεῖος, -α, -ον (Α)1. ο δεύτερης ποιότητας2. το ουδ. εν. ως ουσ. α) τα δευτερεία, η δεύτερη θέσηβ) η δευτερεύουσα ενέργεια.