ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
σιτῶ, -έω, ΝΜΑ σῑτος
νεοελλ.
παρέχω τροφή, σιτίζω
μσν.-αρχ.
τρώω μέρος από ένα όλο («καρύων καὶ σύκων..., ἀφ' ὧν ὁ πρεσβύτης ἐσιτεῖτο», Ηλιόδ.)
αρχ.
(κυρίως το μέσ.) σιτοῦμαι, -έομαι
1. τρώω
2. τρέφομαι με κάτι, σιτίζομαι («σιτέονται... ἰχθῡς μοῦν
ον», Ηρόδ.).