Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
adj.
Ar. and P. διάβολος, βάσκανος, P. βλάσφημος, V. λοίδορος (Eur., Cycl.), κακόστομος; see abusive.