ἀνθυφαιρέω
English (LSJ)
A take away again or in turn, lamb.in Nic.p.28P., Porph. in Ptol.194:—Pass., LXX Le.27.18, PLond.ined.2361v(iii B. C.), D.C. 48.33, Procl.Hyp.4.12. 2 ἀ. μισθοῦ deduct on account of wages, IG4.1508A8 (Epid.).
Spanish (DGE)
descontar, deducir ἀνθυφελοῦμεν ἀεὶ τὸν ἐλάττονα ἀπὸ τοῦ μείζονος Iambl.in Nic.p.28, cf. PLond.1994.164 (III a.C.)
•en v. pas. ἀνθυφαιρεθέντος τοῦ μισθοῦ IG 42.98.8 (III a.C.), cf. PLond.1995.333 (III a.C.), τῶν τριῶν (minutos) ἀνθυφαιρουμένων ὑπὸ τῆς τοῦ λοξοῦ κύκλου τῆς σελήνης εἰς τἀναντία κινήσεως Procl.Hyp.4.12, cf. Porph.in Ptol.194, ἀνθυφαιρεθήσεται ἀπὸ τῆς συντιμήσεως LXX Le.27.18, καὶ δῆλον ὅτι (ἡ ἡμέρα ἐμβόλιμος) ἀνθυφῃρέθη αὖθις D.C.48.33.4
•mat. sustraer alternativamente dos magnitudes para hallar el máximo denominador común, Eucl.10.2, 3, Heph.Astr.2.1.5.
German (Pape)
[Seite 236] dagegen wegnehmen, Dio Cass. 48, 33.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθυφαιρέω: ἀφαιρῶ πάλιν, ἀνθυφῃρέθη αὖθις [[[ἡμέρα]] ἐμβόλιμος] Δίων Κ. 48. 33 ἐν τῷ παθ.