ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood
v. intrans.
P. and V. ἐκλάμπειν (Plat.), λάμπειν (Plat.), ἀστράπτειν (Plat.), στίλβειν (Plat.), Ar. and V. λάμπεσθαι, φλέγειν, V. μαρμαίρειν; see shine.
subs.
P. μαρμαρυγή, ἡ (Plat.); see flash.