τριακοντάρχης
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
English (LSJ)
ου, ὁ, a god who presides over thirty days (one month), PMag.Leid.W.16.40 (λ κοντραχας (sic) acc. pl. Pap.).
Spanish
Greek Monolingual
ὁ, Α
θεός που είχε το πρόσταγμα για τριάντα μέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + -άρχης].
Léxico de magia
ὁ adv. trescientas quince veces δέννω σέ, σκορπίε Ἀρτεμισίας, τριακόσια δεκάπεντε yo te ato, escorpión de Artemisia, trescientas quince veces P XXVIIIa 5 C 3 3