supremely
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
adv.
Exceedingly: P. ὑπερβαλλόντως, διαφερόντως, P. and V. σφόδρα, μάλα, κάρτα (Plat. but rare P.), V. εἰς ὑπερβολήν, ἐξόχως.
adv.
Exceedingly: P. ὑπερβαλλόντως, διαφερόντως, P. and V. σφόδρα, μάλα, κάρτα (Plat. but rare P.), V. εἰς ὑπερβολήν, ἐξόχως.