Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
adj.
Of a military position, strong: P. and V. ὀχυρός; see strong.
Of an argument: P. ἀνέλεγκτος.