κυκλοφορικῶς
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
French (Bailly abrégé)
adv.
d'un mouvement circulaire.
Étymologie: κυκλοφορέομαι.
Spanish
Russian (Dvoretsky)
κυκλοφορικῶς: кругообразно, по кругу (κινεῖσθαι Plut.).