λῇδος

From LSJ
Revision as of 16:33, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 561

Greek (Liddell-Scott)

λῇδος: Δωρ. λᾷδος, -εος, τό, εὐτελὲς τριβώνιονχλαμύδιον παλαιόν, κυρίως ὡς τὸ θέριστρον, εὐτελὲς ἱμάτιον θερινόν, Ἀλκμὰν 96· συνηθέστερον ἐν τοῖς ὑποκοριστ. τύποις, λῄδιον ἢ λῃδίον, τό, καὶ λῃδάριον, ἃ ἴδε. - Κοινῶς φέρεται λῆδος, λήδιον ἄνευ τοῦ ὑπογραφομένου ι, καὶ ὁ τελευταῖος τύπος ἀπαντᾷ ἐν δοκίμῳ τινὶ Ἀττ. ἐπιγραφῇ (Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 45)· ἀλλὰ παρ’ Ἡσυχ. εὑρίσκομεν τοὺς τύπους λαῖδος, λῄδιον.

Russian (Dvoretsky)

λῇδος: εος τό легкая одежда, плащ Arph.

German (Pape)

τό, auch λῆδος geschrieben, aber in λῃδάριον bei Ar. ist das ι subscriptum jetzt aufgenommen, und neben λῄδιον findet sich ληΐδιον (vgl. auch λαῖδος); die VLL erkl. εὐτελὲς τριβώνιον.