χλαμύδιον
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
English (LSJ)
[ῠ], τό, Dim. of χλαμύς, Men.442 (troch.), PCair.Zen. 609.4 (iii B. C.), D.S.19.9, Plu.Rom.8, etc.; worn by ἔφηβοι, πρὶν ἐγγραφῆναι καὶ λαβεῖν τὸ χ. Antidot.2.2, cf. Teles p.42H.
2 shabby cloak, Plu.Phoc.29, Demetr.9, etc.
German (Pape)
[Seite 1358] τό, dim. von χλαμύς, Plut. Rom. 8 amat. 10.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 dim. de χλαμύς;
2 c. χλαμύς.
Russian (Dvoretsky)
χλᾰμύδιον: (ῠ) τό Men. etc. demin. к χλαμύς.
Greek (Liddell-Scott)
χλᾰμύδιον: [ῠ], τό, ὑποκορ. τοῦ χλαμύς, καὶ ἐν χρήσει σχεδὸν ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Μένανδρ. ἐν «Σικυωνίῳ» 2, Διόδ. 19. 9, Πλουτ. Ρωμ. 8, κλπ. 2) εὐτελὲς περίβλημα, ὁ αὐτ. ἐν Φωκ. 29, Δημητρ. 9, κλπ.
Greek Monotonic
χλᾰμύδιον: [ῠ], τό,
1. υποκορ. του χλαμύς, σε Πλούτ.
2. ευτελές ένδυμα, στον ίδ.
Middle Liddell
χλᾰμῠ́διον, ου, τό,
1. Dim. of χλαμύς, Plut.
2. a shabby cloak, Plut.