ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
Αβλ. συννέω (II).
συννήω: ион. = συννέω II.
ion. = συννέω, zusammenhäufen.