Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
κύρωμα: τό, = τῷ ἑπομ., Εὐστ. Πονημ. 230. 16.
κύρωμα, τὸ (Μ) κυρώ η κύρωση.
[ῡ], τό, = κύρωσις, Eust.