πυρραλίς
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
Greek (Liddell-Scott)
πυρρᾰλίς: ἴδε πυραλίς.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
πυρραλίς: ίδος (ῐδ) ἡ Arst. = πυραλίς.
German (Pape)
ίδος, ἡ, ein rötlicher Vogel, wahrscheinlich eine wilde Taubenart; Arist. H.A. 9.1; Ath. IX.394d; auch πυραλίς und πυραλλίς geschrieben; – ἐλαῖαι πυρραλίδες od. πυραλλίδες, rötliche od. goldgelbe Oliven, Sp.