αὐτόλιθος
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόλῐθος: πεποιημένος ἐξ ἐνὸς μόνου λίθου, αὐτολίθοισι ληκύθοις Σοφ. (Ἀποσπ. 133) παρὰ Πολυδ. Ι΄, 120, κατ’ εἰκασίαν τινὰ ἀμφίβολον τοῦ Hemsterth. ἀντὶ αὐτοχείλεσι. 2) ὄντως λίθος, Ἰω. Χρυσ. τ. 10, σ. 287 Ε.
Spanish (DGE)
-ον
1 que es una auténtica piedra fig. de pers. invencible τις Chrys.M.61.229.
2 subst. τὸ αὐ. la piedra en sí Ar.DN M.3.596C.
German (Pape)
ganz von Stein, Conj. Hemsterh. zu Poll. 10.120, wie Soph. frg. 133, für αὐτοχειλέσι ληκύθοις.