αἰειγενής
From LSJ
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
English (LSJ)
ές, = αἰειγενέτης (everlasting), Opp. C. 2.397.
Spanish (DGE)
v. ἀειγενής.
Greek (Liddell-Scott)
αἰειγενής: -ές, = τῷ προηγ., Ὀπ. Κ. 2. 397.
German (Pape)
ές, ewig, Opp. C. 2.397 βίοτος.