ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
μαστρωπός: μαστρωπεία, ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ μαστροπ-.
= μαστροπός.