ἀνηρέμητος
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
ον, restless, Corn.ND26, S.E.M.3.5. Adv. -τως 10.223.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no tiene reposo de los astros, Corn.ND 26, de los átomos, S.E.M.3.5.
2 adv. -ως sin reposo, ininterrumpidamente τὰ γὰρ συγκριτικὰ τῶν σωμάτων οὔτε κινεῖται ... ἀνηρεμήτως S.E.M.10.223.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνηρέμητος: -ον, ὁ μὴ ἠρεμῶν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 3. 5: - Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ. 10. 223.
Russian (Dvoretsky)
ἀνηρέμητος: не знающий отдыха, безостановочно движущийся (ὄγκοι Sext.).
German (Pape)
rastlos, im adv., Sext.Emp.