κορυνοφόρος
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
Greek Monolingual
κορυνοφόρος, -ον (ΑM)
βλ. κορυνηφόρος.
German (Pape)
= κορυνηφόρος, Schol. Ar. Eq. 270.
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
κορυνοφόρος, -ον (ΑM)
βλ. κορυνηφόρος.
= κορυνηφόρος, Schol. Ar. Eq. 270.