ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
κορυνοφόρος, -ον (ΑM)βλ. κορυνηφόρος.
= κορυνηφόρος, Schol. Ar. Eq. 270.