διουρητικός
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
English (LSJ)
ή, όν, diuretic, Id.Acut.50, Diocl.Fr.112, Aret.CA1.1, etc.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
diurético de comidas, bebidas y medicamentos (οἶνος) Hp.Acut.50, Thphr.HP 9.10.3, Erasistr.158, Gal.5.772, Ath.33d, prob. en Graff.Dip.Hd.21 (IV/V d.C.), σίκυος πέπων Hp.Aff.57, τὰ κεράσια Diph.Siph. en Ath.51b, φάρμακα Hp.Aff.20, Loc.Hom.28, Gal.10.801, ἀποζέματα Pall.in Hp.2.18, ἐγχυματισμοί Hippiatr.103.11, cf. Sor.47.25, Diocl.Fr.112, Gal.6.643, Aret.CA 1.1.7, Alex.Aphr.Pr.1.53, Porph.ad Il.168.5, Cass.Fel.44, Aët.1.4, 221, Hippiatr.30.2, Eust.872.37, (ἀσφοδέλου) αἱ ῥίζαι δύναμιν ἔχουσιν διουρητικήν Crateuas Fr.5, cf. 7, Dsc.1.4.2, (ὁ ἐχῖνος) ἔχει γάρ τι ... δ. Alex.Trall.1.543.26
•subst. διουρητικόν remedio diurético Hp.Nat.Mul.34, Aff.32, Loc.Hom.47, Archig.18.24B., Paul.Aeg.1.47, Steph.in Gal.295.
Greek (Liddell-Scott)
διουρητικός: -ή, -όν, ὁ κινῶν, διευκολύνων τὰ οὖρα, Ἱππ. Ὀξ. 392.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM διουρητικός, -ή, -όν) διουρώ
(για φάρμακα, αφεψήματα ή χυμούς) αυτός που προκαλεί ή διευκολύνει την ούρηση.
German (Pape)
ή, όν, den Urin befördernd, φάρμακα, Medic.