δριμέως
From LSJ
ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοξεύμασι → he who fell in the way of the bow-shots
ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοξεύμασι → he who fell in the way of the bow-shots
adv.
aigrement, avec une saveur ou une odeur aigre οu piquante ; fig. fortement (aimer, souffrir).
Étymologie: δριμύς.
επίρρ.
βλ. δριμύς.
δρῑμέως:
1 остро, резко (δριμύτερον ὄζειν Arst.);
2 остроумно (δ. καὶ εὐφυῶς Plut.).