δριμέως
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
adv.
aigrement, avec une saveur ou une odeur aigre οu piquante ; fig. fortement (aimer, souffrir).
Étymologie: δριμύς.
επίρρ.
βλ. δριμύς.
δρῑμέως:
1 остро, резко (δριμύτερον ὄζειν Arst.);
2 остроумно (δ. καὶ εὐφυῶς Plut.).