μεταβατικῶς
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
French (Bailly abrégé)
adv.
en se déplaçant.
Étymologie: μεταβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
μετᾰβᾰτικῶς:
1 перемещаясь в пространстве (κινεῖσθαι Plut., Sext.);
2 грам. в переходном значении, переходно.