μουσικῶς
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (Woodhouse)
(see also: μουσικός) artistically
French (Bailly abrégé)
adv.
1 selon les règles de la musique;
2 avec art, avec goût;
Cp. μουσικωτέρως, Sp. μουσικώτατα.
Étymologie: μουσικός.
Russian (Dvoretsky)
μουσικῶς:
1 соответственно правилам музыки, музыкально Plat.;
2 гармонично, слаженно, стройно (ὀρθῶς καὶ μ. Plat.; εὐρύθμως καὶ μ. Isocr.): οὕτοι οἱ λόγοι ἀμφότεροι οὐ πάνυ μ. λέγονται Plat. оба эти утверждения не вполне согласуются друг с другом.