καρπαλίμως
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (Autenrieth)
French (Bailly abrégé)
adv.
rapidement, promptement.
Étymologie: καρπάλιμος.
Russian (Dvoretsky)
καρπᾰλίμως: быстро, стремительно (φέρειν τι Hom.).