ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)
adv.1 fortement;2 fig. avec fermeté ou gravité.Étymologie: στιβαρός.
στῐβᾰρῶς: плотно, крепко: πύκα σ. ἀραρυῖαι πύλαι Hom. крепко-накрепко сколоченные ворота.