καταμήνια
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
Greek Monolingual
τα
βλ. καταμήνιος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταμήνια -ων, τά [κατά, μήν] menstruatie. Hp.
Russian (Dvoretsky)
καταμήνια: τά менструации Arst., Plut.