Πανιώνια
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
English (LSJ)
(sc. ἱερά), τά, festival of the United Ionians, Hdt. 1.148.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
fête célébrée par tous les Ioniens réunis.
Étymologie: πᾶν, Ἴωνες.
Russian (Dvoretsky)
Πᾰνιώνια: τά Панионии (общеионийские празднества в честь Посидона) Her., Diod.