πλειότης
From LSJ
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A plurality, Theol.Ar.12 (v.l.). πλειοψηφία, v. πλειονοψηφία.
German (Pape)
[Seite 628] ἡ, = πλειονότης, Theol. ar.
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
Full diacritics: πλειότης | Medium diacritics: πλειότης | Low diacritics: πλειότης | Capitals: ΠΛΕΙΟΤΗΣ |
Transliteration A: pleiótēs | Transliteration B: pleiotēs | Transliteration C: pleiotis | Beta Code: pleio/ths |
ητος, ἡ,
A plurality, Theol.Ar.12 (v.l.). πλειοψηφία, v. πλειονοψηφία.
[Seite 628] ἡ, = πλειονότης, Theol. ar.