ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
adv.à Olympie avec mouv.Étymologie: Ὀλυμπίας, -δε.
Ὀλυμπίαζε: επίρρ., προς την Ολυμπία, σε Θουκ.
Ὀλυμπίαζε: adv. в Олимпию Thuc.
to Olympia, Thuc.