feúra
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
Spanish > Greek
εἰδέχθεια, ἀκοσμία, αἶσχος, δυσμορφία, ἀμορφία, δυσχέρεια, ἀπρέπεια, ἀσχημοσύνη, αἶσχρος, αἰσχρότης, δυσπρέπεια, τὸ ἄσχημον, τὸ ἀπρεπές, δυσείδεια, ἀηδία, τὸ εἰδεχθές, τὸ ἀκαλλές