ἀναισχύντως
From LSJ
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
English (Woodhouse)
(see also: ἀναίσχυντος) shamelessly
French (Bailly abrégé)
adv.
impudemment.
Étymologie: ἀναίσχυντος.
Spanish
Russian (Dvoretsky)
ἀναισχύντως: бесстыдно Plat., Dem., Polyb.