Οἰδιπόδειος
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
d'Œdipe.
Étymologie: Οἰδίπους.
Greek Monotonic
Οἰδιπόδειος: -α, -ον ή -ος, -ον, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Οιδίποδα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
Οἰδῐπόδειος: и 2 эдипов Arst., Plut.
Middle Liddell
Οἰδιπόδειος.ος, η, ον
of Oedipus, Plut.