χρυσεραστής

From LSJ
Revision as of 15:09, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

German (Pape)

[Seite 1380] ὁ, Liebhaber des Goldes, Babr.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
celui qui a l'amour de l'or.
Étymologie: χρυσός, ἐράω.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσεραστής: οῦ ὁ златолюбец, стяжатель Babr.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσεραστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐρῶν τοῦ χρυσίου, ἐραστὴς τῶν χρημάτων, φιλάργυρος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Βαβρίου.

Greek Monolingual

ὁ, Α
άτομο που αγαπά υπερβολικά τον χρυσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ἐραστής.