νομικῶς
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
French (Bailly abrégé)
adv.
légalement.
Étymologie: νομικός.
Russian (Dvoretsky)
νομικῶς: законным образом, на законном основании, по закону Arst. etc.