ἀριθμητικῶς
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
Spanish
French (Bailly abrégé)
adv.
numériquement.
Étymologie: ἀριθμητικός.
Russian (Dvoretsky)
ἀριθμητικῶς: численно, арифметически (ὁρίζειν τι Plut.).