ἀμεταδότως
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
French (Bailly abrégé)
adv.
sans partager avec autrui.
Étymologie: ἀ, μεταδίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀμεταδότως: (ни с кем) не делясь (ζῆν ἀπανθρώπως καὶ ἀ. Plut.).