ἀμεταδότως
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
French (Bailly abrégé)
adv.
sans partager avec autrui.
Étymologie: ἀ, μεταδίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀμεταδότως: (ни с кем) не делясь (ζῆν ἀπανθρώπως καὶ ἀ. Plut.).