μοναδικῶς
From LSJ
θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
French (Bailly abrégé)
adv.
isolément, individuellement.
Étymologie: μοναδικός.
Russian (Dvoretsky)
μονᾰδικῶς: отдельно, в отдельности Plut.