σφιχτοχέρικο
From LSJ
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan
Greek Monolingual
σφιχτοχέρης, ο, θηλ. σφιχτοχέρα και ουδ. σφιχτοχέρικο, Ν
πολύ φιλάργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφιχτός + χέρι (πρβλ. απλοχέρης)].