σφιχτοχέρικο
From LSJ
πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria
Greek Monolingual
σφιχτοχέρης, ο, θηλ. σφιχτοχέρα και ουδ. σφιχτοχέρικο, Ν
πολύ φιλάργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφιχτός + χέρι (πρβλ. απλοχέρης)].