βουβωνοφύλαξ
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
[ῠ], ακος, ὁ, truss for hernia, Heliod. ap. Orib.48.57 tit.
Spanish (DGE)
-ακος, ὁ braguero Orib.48.57 tít.
Greek (Liddell-Scott)
βουβωνοφύλαξ: ὁ, = βουβωνίσκος, Ὀρειβ.112.
Greek Monolingual
βουβωνοφύλαξ, ο (Α)
ο βουβωνίσκος.