Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μπουκάλα

From LSJ
Revision as of 08:25, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg

Menander, Monostichoi, 229

Greek Monolingual

η
1. μεγάλο μπουκάλι
2. είδος παιχνιδιού
3. φρ. α) «έμεινα μπουκάλα» — έμεινα στη μέση, έμεινα στα κρύα του λουτρού
β) «μέ άφησε μπουκάλα» — μέ άφησε να περιμένω, μέ κορόιδεψε με υποσχέσεις και μέ εγκατέλειψε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπουκάλι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. καλάθα, μαχαίρα)].