μπουρμπουλήθρα
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
Greek Monolingual
η
1. φυσαλίδα που σχηματίζεται στην επιφάνεια του νερού
2. στον πληθ. οι μπουρμπουλήθρες
μτφ. αερολογίες, φληναφήματα, ανοησίες
3. φρ. «δεν πας να κάνεις μπουρμπουλήθρες» — δεν πας να πνιγείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που εμφανίζει επίθημα -ήθρα (πρβλ. δαχτυλήθρα)].