οκλαδόν
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
Greek Monolingual
(Α ὀκλαδόν)
επίρρ. με κεκαμμένα τα σκέλη, γονατιστά
νεοελλ.
με τα πόδια σταυρωτά, ανακούρκουδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκλάζω + επιρρμ. κατάλ. –αδόν (πρβλ. μετωπαδόν)].